φανερομισος

φανερομισος
    φανερόμισος
    φανερό-μῑσος
    2
    открыто ненавидящий Arst.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "φανερομισος" в других словарях:

  • φανερόμισος — φανερόμῑσος , φανερόμισος openly hating masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μισώ — (ΑΜ μισῶ, έω) 1. αισθάνομαι μίσος για κάποιον, εχθρεύομαι 2. αποστρέφομαι, αντιπαθώ, αποφεύγω («πολλοί τον πλούτο εμίσησαν, τη δόξα ουδείς», γνωμ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. μισῶ και μῖσος είναι αβέβαιης ετυμολ. Η άποψη κατά την οποία το μισῶ είναι… …   Dictionary of Greek

  • φανερομισής — ές,και φανερόμισος, ον, Α αυτός τού οποίου το μίσος για κάποιον ή για κάτι είναι έκδηλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < φανερός + μισής / μισος (< μῖσος), πρβλ. θεο μισής] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»